ιστιοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιστιοδρόμος < ιστιοδρομία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός). Αναλύεται σε ιστιο- + δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιστιοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που μετέχει σε ιστιοδρομία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιστιοδρομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστιοδρόμος
|