έρριζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έρριζος | η | έρριζη | το | έρριζο |
γενική | του | έρριζου | της | έρριζης | του | έρριζου |
αιτιατική | τον | έρριζο | την | έρριζη | το | έρριζο |
κλητική | έρριζε | έρριζη | έρριζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έρριζοι | οι | έρριζες | τα | έρριζα |
γενική | των | έρριζων | των | έρριζων | των | έρριζων |
αιτιατική | τους | έρριζους | τις | έρριζες | τα | έρριζα |
κλητική | έρριζοι | έρριζες | έρριζα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαέρριζος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έρριζος
|