ίασμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίασμος | οι | ίασμοι |
γενική | του | ίασμου & ιάσμου |
των | ίασμων & ιάσμων |
αιτιατική | τον | ίασμο | τους | ίασμους & ιάσμους |
κλητική | ίασμε | ίασμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίασμος < αρχαία ελληνική ἰάσμη + -ος < περσική یاسمن (yâsaman)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίασμος αρσενικό
- (λόγιο) (φυτό) γιασεμί
- ※ Ἰάσμων κάνιστρα κενοῦν οἱ δοῦλοι μου· κ' εὐοίωνοι
ἐπευφημίαι ἐξύπνησαν ἀρχαίων χρόνων ἡδονήν.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ἑνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ἐνδυμίωνος, στίχοι 8-9, 1916
- ※ Ἰάσμων κάνιστρα κενοῦν οἱ δοῦλοι μου· κ' εὐοίωνοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ίασμος
|