ίασμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίασμος | οι | ίασμοι |
γενική | του | ίασμου & ιάσμου |
των | ίασμων & ιάσμων |
αιτιατική | τον | ίασμο | τους | ίασμους & ιάσμους |
κλητική | ίασμε | ίασμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίασμος < αρχαία ελληνική ἰάσμη + -ος < περσική یاسمن (yâsaman)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίασμος αρσενικό
- (λόγιο) (φυτό) γιασεμί
- ※ Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ' ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος, στίχοι 8-9
- ※ Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ' ευοίωνοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίασμος
|