Δείτε επίσης: Ίασμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίασμος οι ίασμοι
      γενική του ίασμου
ιάσμου
των ίασμων
ιάσμων
    αιτιατική τον ίασμο τους ίασμους
ιάσμους
     κλητική ίασμε ίασμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίασμος < αρχαία ελληνική ἰάσμη + -ος < περσική یاسمن (yâsaman)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίασμος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία