ἰάσμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἰάσμη | αἱ | ...?...αι | ||||
γενική | τῆς | ἰάσμης | τῶν | ἰασμῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἰάσμῃ | ταῖς | ἰάσμαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἰάσμην | τὰς | ἰάσμᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἰάσμη | ...?...αι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰάσμᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰάσμαιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰάσμη < ιρανικής προέλευσης -απ' όπου και η μέση περσική یاسمن (yâsaman))[1] → δείτε και τη λέξη γιασεμί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰάσμη θηλυκό (ᾰ) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) γιασεμί
- ※ 6ος αιώνας κε Αέτιος ο Αμιδηνός, γιατρός στον ⌘ Ψευδο-Διοσκουρίδη, De materia medica, 1.63@scaife.perseus Aët. ap. Ps.-Dsc. 1.63
- ἡ δὲ καλουμένη ἰάσμη παρὰ Πέρσαις σκευάζεται ἐκ τῶν ἀνθῶν τῶν λευκῶν τοῦ ἰοῦ, τούτων οὐγγίων β΄ ἐμβαλλομένων Ἰταλικῷ ξέστῃ σησαμίνου ἐλαίου καὶ ἀμειβομένων ἤγουν ἀλλασσομένων ὡς ἐπὶ τοῦ κρινίνου εἴρηται. ἡ δὲ τούτου χρῆσις παρὰ τὰς ἑστιάσεις εὐωδίας ἕνεκα παρὰ Πέρσαις παραλαμβάνεται. ἁρμόζει δὲ καὶ ὅλῳ τῷ σώματι κατὰ τὰ λουτρὰ ἐπὶ τῶι θερμασίας καὶ χαλάσεως δεομένων σωμάτων. βαρυτέραν δὲ ἔχει τὴν εὐωδίαν, ὡς πολλοὺς αὐτῆς μηδὲ (μή p) ἡδέως ἀντιλαμβάνεσθαι
- (Aëtius Amidenus ex Aet. I s. v. ἔλ. ἰασμέλαιον add. Di cap. ξγ΄ περὶ ἰασμίνου·)
- ἡ δὲ καλουμένη ἰάσμη παρὰ Πέρσαις σκευάζεται ἐκ τῶν ἀνθῶν τῶν λευκῶν τοῦ ἰοῦ, τούτων οὐγγίων β΄ ἐμβαλλομένων Ἰταλικῷ ξέστῃ σησαμίνου ἐλαίου καὶ ἀμειβομένων ἤγουν ἀλλασσομένων ὡς ἐπὶ τοῦ κρινίνου εἴρηται. ἡ δὲ τούτου χρῆσις παρὰ τὰς ἑστιάσεις εὐωδίας ἕνεκα παρὰ Πέρσαις παραλαμβάνεται. ἁρμόζει δὲ καὶ ὅλῳ τῷ σώματι κατὰ τὰ λουτρὰ ἐπὶ τῶι θερμασίας καὶ χαλάσεως δεομένων σωμάτων. βαρυτέραν δὲ ἔχει τὴν εὐωδίαν, ὡς πολλοὺς αὐτῆς μηδὲ (μή p) ἡδέως ἀντιλαμβάνεσθαι
- ※ 6ος αιώνας κε Αέτιος ο Αμιδηνός, γιατρός στον ⌘ Ψευδο-Διοσκουρίδη, De materia medica, 1.63@scaife.perseus Aët. ap. Ps.-Dsc. 1.63
- ιασμέλαιο
- (φυτό) γιασεμί
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἰάσμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.