ἰάσμη
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἰάσμη | ἰάσμα | ἰάσμαι |
Γενική | ἰάσμης | ἰάσμαιν | ἰασμῶν |
Δοτική | ἰάσμῃ | ἰάσμαιν | ἰάσμαις |
Αιτιατική | ἰάσμην | ἰάσμα | ἰάσμας |
Κλητική | ἰάσμη | ἰάσμα | ἰάσμαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἰάσμη θηλυκό (ᾰ)