ἰασμέλαιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰασμέλαιον | τὰ | ἰασμέλαιᾰ |
γενική | τοῦ | ἰασμελαίου | τῶν | ἰασμελαίων |
δοτική | τῷ | ἰασμελαίῳ | τοῖς | ἰασμελαίοις |
αιτιατική | τὸ | ἰασμέλαιον | τὰ | ἰασμέλαιᾰ |
κλητική ὦ! | ἰασμέλαιον | ἰασμέλαιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰασμελαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰασμελαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἰασμέλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.