Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰασμέλαιον τὰ ἰασμέλαι
      γενική τοῦ ἰασμελαίου τῶν ἰασμελαίων
      δοτική τῷ ἰασμελαί τοῖς ἰασμελαίοις
    αιτιατική τὸ ἰασμέλαιον τὰ ἰασμέλαι
     κλητική ! ἰασμέλαιον ἰασμέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰασμελαίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰασμελαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ἰασμέλαιον < ἰάσμ(η) + -έλαιον

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ἰασμέλαιον ουδέτερο

Συνώνυμα Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία