ap.
Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ap. < (λόγιο δάνειο) λατινική apud
ΣυντομομορφήΕπεξεργασία
ap. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) apud, που υπάρχει στα γραπτά τού ..., που βασίζεται σε γραπτά τού ...
- ↪ παράδειγμα: στο λήμμα μάσταξ του Λεξικού LSJ:
- Clitarch. Gloss. ap. EM
- σημαίνει: [αναφέρεται από] τον συγγραφέα Κλείταρχο ως glossa, που υπάρχει στο λεξικό Etymologicum magnum (Μέγα Ετυμολογικόν)