• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ιασμέλαιο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιασμέλαιο τα ιασμέλαια
      γενική του ιασμελαίου
& ιασμέλαιου
των ιασμελαίων
& ιασμέλαιων
    αιτιατική το ιασμέλαιο τα ιασμέλαια
     κλητική ιασμέλαιο ιασμέλαια
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ιασμέλαιο < ελληνιστική κοινή ἰασμέλαιον < αρχαία ελληνική ἰάσμη + ἔλαιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ιασμέλαιο ουδέτερο

  • αιθέριο έλαιο που παράγεται από τα άνθη του γιασεμιού και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • γιασεμόλαδο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ιασμέλαιο
  • αρχαία ελληνικά : ἰασμέλαιον, ἰάσμινον, ἰάσμη
  • αγγλικά : jasmine essential oil (en)
  • ιαπωνικά : ジャスミン (ja) (jasumin)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ιασμέλαιο&oldid=4690248"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Αυγούστου 2020, στις 16:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Αυγούστου 2020, στις 16:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie