Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιασμέλαιο τα ιασμέλαια
      γενική του ιασμέλαιου
ιασμελαίου
των ιασμέλαιων
ιασμελαίων
    αιτιατική το ιασμέλαιο τα ιασμέλαια
     κλητική ιασμέλαιο ιασμέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιασμέλαιο < ελληνιστική κοινή ἰασμέλαιον < αρχαία ελληνική ἰάσμη + ἔλαιον, μορφολογικά αναλύεται ἰάσμ(η) + -έλαιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιασμέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία