γιασεμί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιασεμί | τα | γιασεμιά |
γενική | του | γιασεμιού | των | γιασεμιών |
αιτιατική | το | γιασεμί | τα | γιασεμιά |
κλητική | γιασεμί | γιασεμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γιασεμί ουδέτερο
- (λουλούδι) αναρριχώμενος θάμνος του γένους Ίασμος, αγγειόσπερμων δικότυλων θαμνωδών καλλωπιστικών φυτών, της οικογένεια των Ελαιοειδών (Oleaceae). Συνήθως αειθαλή (αλλά και φυλλοβόλο) με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια
- (προσφώνηση, μεταφορικά, οικείο) προσφώνηση αγαπημένου προσώπου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιασεμί
- ↑ γιασεμί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.