Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιασεμόλαδο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γιασεμόλαδ
ο
τα
γιασεμόλαδ
α
γενική
του
γιασεμόλαδ
ου
των
γιασεμόλαδ
ων
αιτιατική
το
γιασεμόλαδ
ο
τα
γιασεμόλαδ
α
κλητική
γιασεμόλαδ
ο
γιασεμόλαδ
α
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
γιασεμόλαδο
<
γιασεμί
+
-ο-
+
λάδι
+
-ο
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
γιασεμόλαδο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
ιασμέλαιο
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
γιασεμί
και
λάδι
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
γιασεμόλαδο
→
δείτε
τη λέξη
ιασμέλαιο