Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιάσμινος η ιάσμινη το ιάσμινο
      γενική του ιάσμινου της ιάσμινης του ιάσμινου
    αιτιατική τον ιάσμινο την ιάσμινη το ιάσμινο
     κλητική ιάσμινε ιάσμινη ιάσμινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιάσμινοι οι ιάσμινες τα ιάσμινα
      γενική των ιάσμινων των ιάσμινων των ιάσμινων
    αιτιατική τους ιάσμινους τις ιάσμινες τα ιάσμινα
     κλητική ιάσμινοι ιάσμινες ιάσμινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιάσμινος < ελληνιστική κοινή ἰάσμινος < ἰάσμη + -ινος

  Επίθετο επεξεργασία

ιάσμινος, -η, -ο

  • που έχει σχέση με τον ίασμο ή βγαίνει απ' αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία