μπουγαρίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουγαρίνι | τα | μπουγαρίνια |
γενική | του | μπουγαρινιού | των | μπουγαρινιών |
αιτιατική | το | μπουγαρίνι | τα | μπουγαρίνια |
κλητική | μπουγαρίνι | μπουγαρίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /bu.ɣaˈɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐γα‐ρί‐νι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουγαρίνι ουδέτερο
- (φυτό, λουλούδι) είδος γιασεμιού (Jasminum sambac), το λουλούδι της μπουγαρινιάς με το οποίο παρασκευάζεται, συνήθως, το τσάι γιασεμί
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουγαρίνι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπουγαρίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σελ. 106 μπουγαρίνι - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.