Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φούλι τα φούλια
      γενική του φουλιού των φουλιών
    αιτιατική το φούλι τα φούλια
     κλητική φούλι φούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αποξηραμένα φούλια

  Ετυμολογία επεξεργασία

φούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική فل (ful) (δείτε και την τουρκική ful).
  1. < αραβική فل (full) (αραβικό γιασεμί, κίτρινος νάρκισσος) Ο τύπος fulya θεωρήθηκε πληθυντικός: φούλια[1]
  2. < αραβική فول (fūl)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούλι ουδέτερο

  1. (βοτανική, λουλούδι) είδος γιασεμιού που φύεται στα Επτάνησα
  2. (λαχανικό) κουκί που φύεται στην Αίγυπτο και σερβίρεται ως φουλάδα (σαν φασολάδα με γεύση κουκιού)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία