φούλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τα φούλια (el) πληθυντικός
το φούλι (el) ενικός
- τα αιγυπτιακά κουκιά (το λι το λέμε χωριάτικα όπως οι Γάλλοι το gl)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ful medames στην αγγλική Βικιπαίδεια