↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουκιά οι κουκιές
      γενική της κουκιάς των κουκιών
    αιτιατική την κουκιά τις κουκιές
     κλητική κουκιά κουκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουκιά < κουκί + -ιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουκιά θηλυκό

  • (φυτό)ποώδες μονοετές φυτό της οικογένειας των Κυαμοειδών, του γένους Βίκος (Vicia) που καλλιεργείται για τους καρπούς του, τα κουκιά

Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία