Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουγαρινιά οι μπουγαρινιές
      γενική της μπουγαρινιάς των μπουγαρινιών
    αιτιατική την μπουγαρινιά τις μπουγαρινιές
     κλητική μπουγαρινιά μπουγαρινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουγαρινιά < μπουγαρίνι + -ιά < βενετική bugarin[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουγαρινιά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία