ἰάσμινον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἰάσμινον | τὰ | ἰάσμινᾰ |
γενική | τοῦ | ἰασμίνου | τῶν | ἰασμίνων |
δοτική | τῷ | ἰασμίνῳ | τοῖς | ἰασμίνοις |
αιτιατική | τὸ | ἰάσμινον | τὰ | ἰάσμινᾰ |
κλητική ὦ! | ἰάσμινον | ἰάσμινᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰασμίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰασμίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἰάσμινον ουδέτερο (ἰάσμῐνον)