Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρνάζος οι κουρνάζοι
      γενική του κουρνάζου των κουρνάζων
    αιτιατική τον κουρνάζο τους κουρνάζους
     κλητική κουρνάζε κουρνάζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρνάζος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kurnaz + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuɾˈna.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρ‐νά‐ζος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρνάζος αρσενικό (θηλυκό κουρνάζα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κουρνάζος'.