κουρνάζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρνάζος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kurnaz + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuɾˈna.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐νά‐ζος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρνάζος αρσενικό (θηλυκό κουρνάζα)
- (λαϊκότροπο, σπάνιο, παρωχημένο) επιδέξιος, ανοιχτομάτης
- ※ Πάντα σε συλλογίζουμαι, ντερβίση αμαξά μου, / είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο αραμπατζής @stixoi.info)
- ※ Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος τη πληρώνει; (Βασίλης Τσιτσάνης, τραγούδι Το βαπόρι απ' την Περσία @stixoi.info)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρνάζος
|
Πηγές επεξεργασία
Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κουρνάζος'.