ατσίδας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈt͡si.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσί‐δας
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ατσίδας | οι | ατσίδες |
γενική | του | ατσίδα | των | ατσίδων |
αιτιατική | τον | ατσίδα | τους | ατσίδες |
κλητική | ατσίδα | ατσίδες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατσίδας αρσενικό
- μορφή αρσενικού για το θηλυκό ατσίδα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσίδας
→ δείτε τη λέξη ατσίδα |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ατσίδας: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ατσίδας θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- ατσίδας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ατσίδας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας