Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈt͡si.ðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τσί‐δων

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ατσίδων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του ατσίδας
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του ατσίδα