Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλσατός οι Αλσατοί
      γενική του Αλσατού των Αλσατών
    αιτιατική τον Αλσατό τους Αλσατούς
     κλητική Αλσατέ Αλσατοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλσατός < Αλσατ(ία) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.saˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐σα‐τός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλσατός αρσενικό (θηλυκό Αλσατή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αλσατία