Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλσατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλσατικ
ός
η
αλσατικ
ή
το
αλσατικ
ό
γενική
του
αλσατικ
ού
της
αλσατικ
ής
του
αλσατικ
ού
αιτιατική
τον
αλσατικ
ό
την
αλσατικ
ή
το
αλσατικ
ό
κλητική
αλσατικ
έ
αλσατικ
ή
αλσατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλσατικ
οί
οι
αλσατικ
ές
τα
αλσατικ
ά
γενική
των
αλσατικ
ών
των
αλσατικ
ών
των
αλσατικ
ών
αιτιατική
τους
αλσατικ
ούς
τις
αλσατικ
ές
τα
αλσατικ
ά
κλητική
αλσατικ
οί
αλσατικ
ές
αλσατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλσατικός
<
Αλσατ(ός)
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
al.sa.tiˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
αλ‐σα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
αλσατικός, -ή, -ό
σχετικός με την
Αλσατία
ή τους
Αλσατούς
Συγγενικά
επεξεργασία
Αλσατία
Αλσατός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλσατικός
αγγλικά
:
Alsatian
(en)
γαλλικά
:
alsacien
(fr)
γερμανικά
:
elsässer
(de)
εσπεράντο
:
alzaca
(eo)
ιρλανδικά γαελικά
:
Alsáiseach
(ga)
ισπανικά
:
alsaciano
(es)
καταλανικά
:
alsacià
(ca)
ουγγρικά
:
elzászi
(hu)
πολωνικά
:
alzacki
(pl)
πορτογαλικά
:
alsaciano
(pt)
τσεχικά
:
alsaský
(cs)