ηχόφοβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηχόφοβος | η | ηχόφοβη | το | ηχόφοβο |
γενική | του | ηχόφοβου | της | ηχόφοβης | του | ηχόφοβου |
αιτιατική | τον | ηχόφοβο | την | ηχόφοβη | το | ηχόφοβο |
κλητική | ηχόφοβε | ηχόφοβη | ηχόφοβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηχόφοβοι | οι | ηχόφοβες | τα | ηχόφοβα |
γενική | των | ηχόφοβων | των | ηχόφοβων | των | ηχόφοβων |
αιτιατική | τους | ηχόφοβους | τις | ηχόφοβες | τα | ηχόφοβα |
κλητική | ηχόφοβοι | ηχόφοβες | ηχόφοβα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαηχόφοβος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ηχοφοβικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχόφοβος
|