λινομέταξος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.noˈme.ta.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐νο‐μέ‐τα‐ξος
Επίθετο επεξεργασία
λινομέταξος, -η, -ο
- που είναι λινός και μεταξένιος, τον έχουν υφάνει χρησιμοποιώντας ίνες λιναριού και μεταξιού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λινομέταξος
|