πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταξένιος η μεταξένια το μεταξένιο
      γενική του μεταξένιου της μεταξένιας του μεταξένιου
    αιτιατική τον μεταξένιο τη μεταξένια το μεταξένιο
     κλητική μεταξένιε μεταξένια μεταξένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταξένιοι οι μεταξένιες τα μεταξένια
      γενική των μεταξένιων των μεταξένιων των μεταξένιων
    αιτιατική τους μεταξένιους τις μεταξένιες τα μεταξένια
     κλητική μεταξένιοι μεταξένιες μεταξένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

μεταξένιος, -α, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από μετάξι
      καὶ οἱ μπόλιες μεταξένιες καὶ τὰ πιᾶτα φιρφιρένια , τὰ κουτάλια ἀσημένια, τὰ περούνια ἀτσαλένια, τὰ μαχαίρια μεταλλένια, τὰ ποτήρια κρουσταλλένια καὶ τὰ χέρια ποῦ τὴ στρώνουν μαργαριταρένια (Εὐστ . Γ . Πολίτου , Ο γάμος ἐν Λευκάδι, σελ. 317 στο Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Α΄, τύποις Σακελλαρίου, 1909 )
    άλλες μορφές: μεταξωτός, μετάξινος
     συνώνυμα: σηρικός
  2. που μοιάζει με μετάξι, είναι απαλός, ελαφρύς, λαμπερός σαν μετάξι
      παιδάκι με τα μεταξένια του μαλλάκια

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταξένιος < μετάξ(ι) + -ένιος < μέταξα

μεταξένιος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία