Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθόρριπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιθόρριπτ
ος
η
λιθόρριπτ
η
το
λιθόρριπτ
ο
γενική
του
λιθόρριπτ
ου
της
λιθόρριπτ
ης
του
λιθόρριπτ
ου
αιτιατική
τον
λιθόρριπτ
ο
τη
λιθόρριπτ
η
το
λιθόρριπτ
ο
κλητική
λιθόρριπτ
ε
λιθόρριπτ
η
λιθόρριπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιθόρριπτ
οι
οι
λιθόρριπτ
ες
τα
λιθόρριπτ
α
γενική
των
λιθόρριπτ
ων
των
λιθόρριπτ
ων
των
λιθόρριπτ
ων
αιτιατική
τους
λιθόρριπτ
ους
τις
λιθόρριπτ
ες
τα
λιθόρριπτ
α
κλητική
λιθόρριπτ
οι
λιθόρριπτ
ες
λιθόρριπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιθόρριπτος
<
λίθος
+
-ο-
+
ρίπτω
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
λιθόρριπτος
που έχει
κατασκευαστεί
από
ακανόνιστου
σχήματος
λίθους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθόρριπτος