άωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άωρος | η | άωρη & άωρος |
το | άωρο |
γενική | του | άωρου | της | άωρης & αώρου |
του | άωρου |
αιτιατική | τον | άωρο | την | άωρη & άωρο |
το | άωρο |
κλητική | άωρε | άωρη & άωρε |
άωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άωροι | οι | άωρες & άωροι |
τα | άωρα |
γενική | των | άωρων | των | άωρων & αώρων |
των | άωρων |
αιτιατική | τους | άωρους | τις | άωρες & αώρους |
τα | άωρα |
κλητική | άωροι | άωρες & άωροι |
άωρα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις.. | ||||||
Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άωρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄωρος Συγχρονικά αναλύεται σε ά- + ώρ(α) + -ος / -ωρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ω‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαάωρος, -η/(ος), -ο [1]
- που δεν έχει ωριμάσει, άγουρος, ανώριμος
- ⮡ άωρη ηλικία, άωρη κυστική μορφή
- που εμφανίζεται πολύ νωρίς, πριν ωριμάσουν οι συνθήκες, πρώιμος, άκαιρος
- ⮡ άωρη χηρεία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άωρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)