άωρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άωρος < αρχαία ελληνική ἄωρος (Συγχρονικά αναλύεται σε ά- + ώρ(α) + -ος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɔ.ɾɔs/
- συλλαβισμός : ά‐ω‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άωρος -η -ο
- που δεν έχει ωριμάσει, άγουρος, ανώριμος
- ↪ άωρη ηλικία, άωρη κυστική μορφή
- που εμφανίζεται πολύ νωρίς, πριν ωριμάσουν οι συνθήκες, πρώιμος, άκαιρος
- ↪ άωρη χηρεία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άωρος
→ δείτε τη λέξη άγουρος |