εξώραφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώραφος | η | εξώραφη | το | εξώραφο |
γενική | του | εξώραφου | της | εξώραφης | του | εξώραφου |
αιτιατική | τον | εξώραφο | την | εξώραφη | το | εξώραφο |
κλητική | εξώραφε | εξώραφη | εξώραφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώραφοι | οι | εξώραφες | τα | εξώραφα |
γενική | των | εξώραφων | των | εξώραφων | των | εξώραφων |
αιτιατική | τους | εξώραφους | τις | εξώραφες | τα | εξώραφα |
κλητική | εξώραφοι | εξώραφες | εξώραφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξώραφος
- (ενδυμασία) που έχει εξωτερικές ραφές
- (ουσιαστικοποιημένο) εξώραφο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξώραφος
|