↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξώραφος η εξώραφη το εξώραφο
      γενική του εξώραφου της εξώραφης του εξώραφου
    αιτιατική τον εξώραφο την εξώραφη το εξώραφο
     κλητική εξώραφε εξώραφη εξώραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξώραφοι οι εξώραφες τα εξώραφα
      γενική των εξώραφων των εξώραφων των εξώραφων
    αιτιατική τους εξώραφους τις εξώραφες τα εξώραφα
     κλητική εξώραφοι εξώραφες εξώραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξώραφος < εξω- + ραφή + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

εξώραφος

  1. (ενδυμασία) που έχει εξωτερικές ραφές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εξώραφο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία