Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξώραφος η ξώραφη το ξώραφο
      γενική του ξώραφου της ξώραφης του ξώραφου
    αιτιατική τον ξώραφο την ξώραφη το ξώραφο
     κλητική ξώραφε ξώραφη ξώραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξώραφοι οι ξώραφες τα ξώραφα
      γενική των ξώραφων των ξώραφων των ξώραφων
    αιτιατική τους ξώραφους τις ξώραφες τα ξώραφα
     κλητική ξώραφοι ξώραφες ξώραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξώραφος < εξώραφος < ξώ- + ραφή + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ξώραφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία