μελανόδερμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μελανόδερμος
- που έχει μελανό δέρμα, που έχει μελανοδερμία, που η ποσότητα μελανίνης στο δέρμα του (γενικά ή κατά τόπους) είναι αυξημένη
Συγγενικά επεξεργασία
- μελανοδερμία
- → δείτε τις λέξεις μελανός, μέλας και δέρμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελανόδερμος
|