μελανίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμελανίνη θηλυκό
- (βιολογία) ουσία των μελανοκυττάρων που φέρονται στην επιδερμίδα, το φτέρωμα και στα λέπια, η οποία απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία και είναι υπεύθυνη για το μαύρο χρωματισμό τους.