↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δαρβίνος οι Δαρβίνοι
      γενική του Δαρβίνου των Δαρβίνων
    αιτιατική τον Δαρβίνο τους Δαρβίνους
     κλητική Δαρβίνε Δαρβίνοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δαρβίνος < (άμεσο δάνειο) αγγλική Darwin + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðaɾˈvi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαρ‐βί‐νος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δαρβίνος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία