Δαρβίνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δαρβίνος | οι | Δαρβίνοι |
γενική | του | Δαρβίνου | των | Δαρβίνων |
αιτιατική | τον | Δαρβίνο | τους | Δαρβίνους |
κλητική | Δαρβίνε | Δαρβίνοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δαρβίνος < (άμεσο δάνειο) αγγλική Darwin + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaɾˈvi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαρ‐βί‐νος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δαρβίνος αρσενικό
- Κάρολος Δαρβίνος: Βρετανός φυσιοδίφης (1809-1882), ο ιδρυτής της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής