δαρβινισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαρβινισμός < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική darwinism. Αναλύεται σε Δαρβίν(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαρβινισμός αρσενικό
- (βιολογία) η θεωρία του Δαρβίνου για την κοινή καταγωγή όλων των μορφών ζωής και την εξέλιξή τους μέσω της φυσικής επιλογής