δαρβινισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δαρβινισμός < (οπτικό δάνειο) αγγλική Darwinism.[1][2] Αναλύεται σε Δαρβίν(ος) -αγγλικά Darwin- + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaɾ.vi.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαρ‐βι‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δαρβινισμός αρσενικό
- (βιολογία) η θεωρία του Δαρβίνου για την κοινή καταγωγή όλων των μορφών ζωής και την εξέλιξή τους μέσω της φυσικής επιλογής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Δαρβίνος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δαρβινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δαρβινισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)