• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δίπορτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίπορτος η δίπορτη το δίπορτο
      γενική του δίπορτου της δίπορτης του δίπορτου
    αιτιατική τον δίπορτο τη δίπορτη το δίπορτο
     κλητική δίπορτε δίπορτη δίπορτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίπορτοι οι δίπορτες τα δίπορτα
      γενική των δίπορτων των δίπορτων των δίπορτων
    αιτιατική τους δίπορτους τις δίπορτες τα δίπορτα
     κλητική δίπορτοι δίπορτες δίπορτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δίπορτος < (δις) δί- + πόρτ(α) + -ος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.poɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐πορ‐τος

Επίθετο

επεξεργασία

δίπορτος, -η, -ο

  • που έχει δύο πόρτες

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • δίθυρος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δίπορτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δίπορτος&oldid=5467673"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 11:59

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 11:59.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας