μεσόστρατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσόστρατος < μεσαιωνική ελληνική μεσόστρατα + -ος < μέσος + στράτα < λατινική strata
Επίθετο επεξεργασία
μεσόστρατος
- (λαϊκότροπο) που βρίσκεται στη μέση του δρόμου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μεσοστρατίς
Πηγές επεξεργασία
- μεσόστρατος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσόστρατος
|