μεσόστρατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσόστρατα < μεσαιωνική ελληνική μεσόστρατα / μεσοστρατίς / μισοστρατίς < μέσος + στράτα < λατινική strata, θηλυκό του stratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sterno
Επίρρημα
επεξεργασίαμεσόστρατα
- (λαϊκότροπο) στη μέση της στράτας / δρόμου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσόστρατα
|