βαθυκάστανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.θiˈka.sta.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θυ‐κά‐στα‐νος
Επίθετο επεξεργασία
βαθυκάστανος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει ένα βαθύ / έντονο καστανό χρώμα
- ※ Στο κάτω δεξιό άκρο της εικόνας διαβάζουμε: “Χεὶρ Ἰωάννου τοῦ ἱερέως …Σ…”, με φθαρμένα ερυθρά γράμματα πάνω σε βαθυκάστανο βάθος. (Εύη Σαμπανίκου, «Φορητές εικόνες του 17ου αιώνα του “Ἱερέα Ἰωάννη ἐκ χώρας Σταγῶν” στα Μετέωρα», Τρικαλινά, 20 (2000) 342)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθυκάστανος
|