ματαιόσχολος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ματαιόσχολος, η ,ο
- (λόγιο) που ασχολείται με μάταια, ανώφελα, άσκοπα αντικείμενα, που περνάει την ώρα του με άσκοπες ασχολίες
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κενόσπουδος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ματαιόσχολος
|