ματαιόσχολων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαματαιόσχολων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ματαιόσχολος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ματαιόσχολος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ματαιόσχολος