κενόσπουδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κενόσπουδος < ελληνιστική κοινή κενόσπουδος < αρχαία ελληνική κενός + σπουδή
Επίθετο
επεξεργασίακενόσπουδος
- (αρχαιοπρεπές) που ασχολείται με ανώφελα ή μάταια ζητήματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κενόσπουδος