Βόσνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βόσνιος | οι | Βόσνιοι |
γενική | του | Βόσνιου & Βοσνίου |
των | Βόσνιων & Βοσνίων |
αιτιατική | τον | Βόσνιο | τους | Βόσνιους & Βοσνίους |
κλητική | Βόσνιε | Βόσνιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvoz.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βό‐σνι‐ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βόσνιος αρσενικό (θηλυκό Βόσνια)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος της Βοσνίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βοσνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βόσνιος
|