Δείτε επίσης: Βόσνια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βοσνία οι Βοσνίες
      γενική της Βοσνίας των Βοσνιών
    αιτιατική τη Βοσνία τις Βοσνίες
     κλητική Βοσνία Βοσνίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βοσνία < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική Bosnie[1] + < σερβική Босна (Bȍsna) (μαρτυρείται από το 1897)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vozˈni.a/ & /voˈsni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐σνί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βοσνία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. βοσνιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βοσνία-Ερζεγοβίνη