Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοσνιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βοσνιακ
ός
η
βοσνιακ
ή
το
βοσνιακ
ό
γενική
του
βοσνιακ
ού
της
βοσνιακ
ής
του
βοσνιακ
ού
αιτιατική
τον
βοσνιακ
ό
τη
βοσνιακ
ή
το
βοσνιακ
ό
κλητική
βοσνιακ
έ
βοσνιακ
ή
βοσνιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βοσνιακ
οί
οι
βοσνιακ
ές
τα
βοσνιακ
ά
γενική
των
βοσνιακ
ών
των
βοσνιακ
ών
των
βοσνιακ
ών
αιτιατική
τους
βοσνιακ
ούς
τις
βοσνιακ
ές
τα
βοσνιακ
ά
κλητική
βοσνιακ
οί
βοσνιακ
ές
βοσνιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
βοσνιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
βοσνιακός
θηλυκό
σχετικός με τη
Βοσνία
και τους
Βοσνίους
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
βοσνιακός
αγγλικά
:
Bosnian
(en)
γαλλικά
:
bosniaque
(fr)
φινλανδικά
:
bosnia
(fi)