Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σερβοβόσνιος οι Σερβοβόσνιοι
      γενική του Σερβοβόσνιου των Σερβοβόσνιων
    αιτιατική τον Σερβοβόσνιο τους Σερβοβόσνιους
     κλητική Σερβοβόσνιε Σερβοβόσνιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σερβοβόσνιος < Σέρβ(ος) + -ο- + Βόσνιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seɾ.voˈvo.sni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σερ‐βο‐βό‐σνι‐ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σερβοβόσνιος (θηλυκό Σερβοβόσνια)

  • (εθνικό όνομα) άτομο που έχει σέρβικη καταγωγή και κατοικεί στη Βοσνία
    ※  Το ανώτατο δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε χθες ότι ο Σερβοβόσνιος που κατηγορείται για συμμετοχή στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα μπορεί να εκδοθεί στη Βοσνία για να αντιμετωπίσει την κατηγορία της γενοκτονίας.
    Σύντομα, Η Καθημερινή, 30 Νοεμβρίου 2012

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία