καλόγεννος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καλόγεννης | η | καλόγεννα | το | καλόγεννικο |
γενική | του | καλόγεννη | της | καλόγεννας | του | καλόγεννικου |
αιτιατική | τον | καλόγεννη | την | καλόγεννα | το | καλόγεννικο |
κλητική | καλόγεννη | καλόγεννα | καλόγεννικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καλόγεννηδες | οι | καλόγεννες | τα | καλόγεννικα |
γενική | των | καλόγεννηδων | — | των | καλόγεννικων | |
αιτιατική | τους | καλόγεννηδες | τις | καλόγεννες | τα | καλόγεννικα |
κλητική | καλόγεννηδες | καλόγεννες | καλόγεννικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαλόγεννος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλόγεννος
|