Χρήστης:Svlioras/Αρχαιοελληνικό Λεξικό/Ω
ὦ ὧ ω ὥ ὤ ὦ τᾶν ᾤα ὤα ὠαιαί Ὤανος ᾠάριον Ὠαρίων Ὠαριώνειος ὠας ὤατον ὠβά ὠβάζω ὠβάλλετο ὤβεον ὦβος ὤβρατο ὤγανον Ὤγενος ὠγή ὠγμός Ὠγυγία Ὠγυγίη ὠγύγιος Ὠγύγιος ᾠδάριον ὧδε ᾤδεε ὥδεθεν ᾨδεῖον ᾠδή ὡδί ᾠδικός ὠδίν ὠδινολύτης ὠδίνω ὠδίς ὠδόν ᾠδοποιός ᾠδός ὡδόσα ὠδύσαο ὠδυσίη ὠδώδει ᾠειδής ὤεον ὤζω ὠή ὠθέω ὤθησις ὠθιακά ὠθίζω ὠθισμός ὠία ὠΐδας ὠΐετο ὠίετο ὠΐζω ὤϊξεν ὤιον ὤϊσχα ὦκα Ὠκαλέη ὠκαλέον Ὠκεάνειος Ὠκεανηϊάς ὠκεάνης Ὠκεάνης Ὠκεανίνη Ὠκεανίς ὠκεανῖτις Ὠκεανῖτις ὠκεανόβρυτος Ὠκεανόβρυτος Ὠκεανόνδε Ὠκεανός ὠκεανός ὠκέως ὠκήεις ὠκίμινος ὠκιμοειδής ὤκιμον ὠκιμώδης ὤκινον ὠκίς ὤκιστα ὤκιστος ᾤκτειρα ὠκύαλος Ὠκύαλος ὠκυβόαι ὠκυβόλος ὠκυγένεθλος ὠκυδήκτωρ ὠκυδίδακτος ὠκυδίνατος ὠκυδίνητος ὠκυδρόμας ὠκυδρομέω ὠκύδρομος ὠκυεπής ὠκύθοος ὠκυκέλευθος ὠκυλόχεια ὠκυμάχος ὠκύμοιρος ὠκύμολος ὠκύμορος ὠκύνοος ὠκύνω ὠκυπέδιλος ὠκυπέτης ὠκύπλανος ὠκύπλοος ὠκυπόδης ὠκύποινος ὠκύπομπος ὠκυπορέω ὠκύπορος ὠκύπος ὠκύπους ὠκύπτερος ὠκυρέεθρος Ὠκυρόη ὠκυρόης ὠκύροος ὠκύς ὠκύσημον ὠκύσκοπος ὠκύστολος ὠκύτας ὠκύτης ὠκυτοκεύς ὠκυτοκία ὠκυτόκιος ὠκύτοκον ὠκυτόκος ὠκύτοκος ὠκυφόνος ὦλαξ ὠλεκρανίζω ὠλέκρανον ὠλένη Ὠλενίη ὠλένιος ὠλενίς ὠλενίτης Ὤλενος ὠλενοστρόφος ὠλεσίβωλος ὠλεσίκαρπος ὠλεσίοικος ὠλεσίτεκνος ὠλήν ὤλης ὠλίγγη ὠλίγγιον ὠλίσθησα ὡλιτήμερος ὦλκα ὧλλοι ὠλλόν ὦλξ ὠλυγία ὠμάδιος ὠμαδίς ὠμαδόν ὠμαλγία ὠμαλθής ὡμαλία ὠμαμπέλινος Ὤμαργος ὠμαχθής ὦμβροι ὠμήλετον ὠμήλυσις ὠμηστήρ ὠμηστής ὠμία ὠμιαία ὠμίας ὠμίασις ὠμίδιος ὠμίζομαι ὤμιλλα ὤμιον ὠμιστής ὠμοβόειος ὠμοβόϊος ὠμοβόλος ὠμοβορεύς ὠμοβόρος ὠμοβρώς ὠμόβρωτος ὠμοβύρσινος ὠμογέρων ὠμόγραυς ὠμοδάϊκτον ὠμοδακής Ὠμόδαμος ὠμοδέψητος ὠμόδροπος ὠμοθάλεκτα ὠμοθετέω ὠμόθριξ ὠμόθυμος ὤμοι ὠμοίδης ὠμοκοτύλη ὠμοκρατής ὠμοκυδιάω ὠμόλινον ὠμόλινος ὡμολογημένως ὠμοπλάτη ὠμοργής ὠμός ὦμος ὠμοσιτία ὠμόσιτος ὠμοσπάρακτος ὠμοτάριχον ὠμοτάριχος ὠμότης ὠμοτοκέω ὠμοτοκία ὠμοτόκος ὠμοτομέω ὠμοτριβής ὠμόϋπνος ὠμοφαγέω ὠμοφαγία ὠμοφάγιον ὠμοφάγος ὠμόφαγος ὠμοφόριον ὠμοφόρος ὠμόφρων ὠμοχάραξ ὠμοχειρούργητος ὠμφύνω ᾤμωξα ὦν ὦνα ὠνάμην ὠνατάς ὤνατο ὠνέομαι ὠνή ὤνημα ὠνήμην ὠνησείω ὤνησις ὠνητέος ὠνητής ὠνητιάω ὠνητικός ὠνητός ὠνήτωρ ὠνιακός ὤνιος ὧννυ ὤνομα ὠνομάδαται ὠνομασμένως ὦνος ὠνοσάμην ὠνοφύλαξ ᾠνοχόει ᾦξε ᾠοβραχής ᾠόγαλα ᾠογενής ᾠογονέω ᾠογονία ᾠοειδής ᾠοθεσία ᾠοθυτικά ὠοιοί ὠοίφιον ᾠόν ᾦον ὠόπ ᾠόπωλις ᾠοσκοπία ᾠοσκύφιον ᾠοτοκεύς ᾠοτοκέω ᾠοτοκία ᾠοτόκος ᾠοφαγέω ᾠοφορέω ᾠοφόρος ᾠοφυλακέω ὠπάζομαι ὧπερ ὠπή ὤπιον Ὦπις ὤρα ὥρα Ὧραι ὡραία ὡραΐζω ὡραιόκαρπος ὡραιοκόμος ὡραιόομαι ὡραιοπολέω ὡραιοπώλης ὡραῖος ὡραιότης ὡραιόφθαλμος ὡραϊσμός ὡραϊστής ὡρακιάω ὡρακίζω ὡρανιστήρ ὤρανος ὡραπολεῖν ὡράριθμος ὥρασι Ὠρείθυια ὠρεῖον ὡρεῖον Ὠρείτης ὠρείτης ὠρείτροφος Ὠρεός ὠρεσίδουπος ὡρεσιδώτης ὤρεσσιν ὤρετο ὠρεύω ὠρέω ὥρη ὤρη ὠρημάτων ὠρητύς ὡρηφόρος ὡριαίνω ὡριαῖος ὡριάς ὠρίγγη ὠρίζεσκον ὠρίζω ὡρικός ὡριμάζω ὡριμαία ὥριμος ὡριμότης ὠρινθιᾶν ὡριόκαρπος ὤριον ὤριος ὥριος ὤρισμα ὡρισμένως ὤριστος ὡρίτης Ὠρίων ὡρμέαται ὤρνυεν ὡρογενής ὡρογνωμονέω ὡρογραφίαι ὡρογράφος ὡρόδεσμος ὡροδρομέω ὡροδρόμημα ὡροθετέω ὡροθέτης ὡροκράτωρ ὡρολογέω ὡρολογητής ὡρολογιάρχης ὡρολογικός ὡρολόγιον ὡρολόγος ὡρόμαντις ὡρομέδων ὡρονομεῖον ὡρονομεύς ὡρονομεύω ὡρονομέω ὡρονομικός ὡρονόμιον ὡρονόμος ὤρορε ὦρος ὧρος Ὦρος Ὧρος ὡροσκοπεῖον ὡροσκοπέω ὡροσκόπησις ὡροσκοπία ὡροσκοπικός ὡροσκόπιον ὡροσκόπος ὡροτρόφος ὤρρα ὦρσε ὠρτός ὤρυγγες ὠρυγή ὠρυγμός ὠρυδόν ὠρυθμός ὠρυκτής ὤρυμα ὠρύομαι ὠρυτός Ὠρωπός ὠρώρει ὠρωρύγμην ὡς ὥς ὦς ὦσα ὡσάν ὡσανεί ὡσαννά ὤσασκε ὡσαύτως ὦσδε ὡσεί ὥσει ὡσείτε ὠσία ὦσις ὡσιωμένως ὠσμή ὠσμός ὥσπερ ὤσπερ ὡσπεράν ὡσπερεί ὡσπεροὖν ὥστε ὠστέον ὤστης ὠστίζομαι ὠστικός ὠστισμός ὠστός ὤσχη ὠσχός ὠσχοφορέω Ὠσχοφόρια ὠσχοφορικόν ὠσχοφορικός ὠσχοφόροι ὠτακίς ὠτακουστέω ὠτακουστής ὠταλγέω ὠταλγία ὠταλγιάω ὠταλγικός ὠταρᾶς ὠτάριον ὥτε ὠτεγχύτης ὠτειλή ὠτειλῆθεν ὠτειλόομαι ὠτικός ὠτίον ὠτιοφόρος ὠτίς ὠτογλυφίς ὠτοειδής ὠτοθλαδίας ὠτοκάταξις ὠτοκλαδίας ὠτοκοπέω ὠτοκωφέω ὠτολαβίς ὠτόλικνος ὠτοπάροχος ὠτοπέτης ὠτόρρυτος ὦτος Ὦτος ὠτότμητος ὠτώεις ωὑτός ᾠΰφιον ὠφέλεια ὠφελέω ὠφέλημα ὠφελήσιμος ὠφέλησις ὠφελητέος ὠφελητικός ὠφελία ὠφέλιμος ὤφελλον ὤχ ὠχεί ὤχνων Ὦχος ὤχρα ὠχραίνω ὠχραντικός ὠχράω ὠχρία ὠχρίας ὠχρίασις ὠχριάω ὠχροειδής ὠχρόλευκος ὠχρομέλας ὠχρόμματος ὠχρόξανθος ὠχροπελιός ὠχροποιός ὠχρός ὦχρος ὠχροσύνη ὠχρότης ὤχρωμα ὤψ ὦψ ὠψά ὠώ ᾠώδης