ᾠοτοκία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ᾠοτοκίᾱ | αἱ | ᾠοτοκίαι |
γενική | τῆς | ᾠοτοκίᾱς | τῶν | ᾠοτοκιῶν |
δοτική | τῇ | ᾠοτοκίᾳ | ταῖς | ᾠοτοκίαις |
αιτιατική | τὴν | ᾠοτοκίᾱν | τὰς | ᾠοτοκίᾱς |
κλητική ὦ! | ᾠοτοκίᾱ | ᾠοτοκίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ᾠοτοκίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ᾠοτοκίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ᾠοτοκία < ᾠοτοκέω-ᾠοτοκῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ᾠοτοκία θηλυκό
- η γέννηση ωών, δηλαδή αβγών (και σε αντιδιαστολή προς το ζωοτοκία)