Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ᾠοτόκος τὸ ᾠοτόκον οἱ, αἱ ᾠοτόκοι τὰ ᾠοτόκα
Γενική τοῦ, τῆς ᾠοτόκου τοῦ ᾠοτόκου τῶν ᾠοτόκων τῶν ᾠοτόκων
Δοτική τῷ, τῇ ᾠοτόκῳ τῷ ᾠοτόκῳ τοῖς, ταῖς ᾠοτόκοις τοῖς ᾠοτόκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ᾠοτόκον τὸ ᾠοτόκον τοὺς, τὰς ᾠοτόκους τὰ ᾠοτόκα
Κλητική ᾠοτόκε ᾠοτόκον ᾠοτόκοι ᾠοτόκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ᾠοτόκω
Γενική-Δοτική ᾠοτόκοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ᾠοτόκος < ᾠόν + -τόκος < τίκτω

  Επίθετο

επεξεργασία

ᾠοτόκος, -ος, -ον (και ποιητική μορφή ᾠοτοκεύς)

  • που τίκτει ή γεννά ωά, δηλαδή αβγά, και σε αντιδιαστολή προς το ζωοτόκος

Συγγενικά

επεξεργασία