ᾠοειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ᾠοειδής | τὸ ᾠοειδές | οἱ, αἱ ᾠοειδεῖς | τὰ ᾠοειδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ᾠοειδοῦς | τοῦ ᾠοειδοῦς | τῶν ᾠοειδῶν | τῶν ᾠοειδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ᾠοειδεῖ | τῷ ᾠοειδεῖ | τοῖς, ταῖς ᾠοειδέσι(ν) | τοῖς ᾠοειδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ᾠοειδῆ | τὸ ᾠοειδές | τοὺς, τὰς ᾠοειδεῖς | τὰ ᾠοειδῆ |
Κλητική | ᾠοειδές | ᾠοειδές | ᾠοειδεῖς | ᾠοειδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ᾠοειδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ᾠοειδοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαᾠοειδής,ής,ές ( & ᾠώδης, πιθανόν για τη μυρωδιά)
- με σχήμα ωού (αβγού)
- σαν αβγό σε άλλα χαρακτηριστικά
- το ουδέτερο στα ελληνιστικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό για το υδαρές περιεχόμενο του ματιού