Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠτώεις < οὐατόεις, λέξη που υποθετικά υπήρξε και που δεν βρίσκεται όμως σε γραπτές πηγές < οὖς


  Επίθετο

επεξεργασία

ὠτώεις, ὠτώεσσα, ὠτῶεν

...ἔνθα μέ φημι ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ᾽ ὠτώεντα. (Ησίοδος)


Συγγενικά

επεξεργασία