Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγριόγαλος οι αγριόγαλοι
      γενική του αγριόγαλου των αγριόγαλων
    αιτιατική τον αγριόγαλο τους αγριόγαλους
     κλητική αγριόγαλε αγριόγαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγριόγαλος νεοσσός
 
Ρουμανία: κυνήγι αγριόγαλων παλιότερα

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριόγαλος < άγριος γάλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριόγαλος ουδέτερο ( & ωτίδα & Ωτίς η βραδύα & δρόμπλι (από τη σλαβική λέξη) & αγριόχηνα)

  • μεγάλο πουλί που τείνει να εξαφανιστεί ενώ ήταν ιδιαίτερα κοινό (στις πεδιάδες Μακεδονίας και Θεσσαλίας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία